μεταδιαιτώ

μεταδιαιτώ
μεταδιαιτῶ, -άω (Α) [διαιτώ(μαι)]
αλλάζω τον τρόπο τής ζωής μου («ἀποστὰς τῶν πατρῴων προσκυνεῑσθαι ἠξίου καὶ ἐς δίαιταν τὴν Μηδικὴν μετεδιῄτησεν ἑαυτόν», Λουκιαν.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μεταδιαίτησις — μεταδιαίτησις, ἡ (Μ) [μεταδιαιτώ] η αλλαγή τού τρόπου ζωής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”